βαρυθυμία

βαρυθυμία
και βαρυθυμιά, η (AM βαρυθυμία) [βαρύθυμος]
δυσθυμία, σκυθρωπότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρυθυμία — βαρυθῡμίᾱ , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc/acc dual βαρυθῡμίᾱ , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυθυμία — η η μελαγχολία, η δυσαρέσκεια, η άσχημη, κακή διάθεση: Η βαρυθυμία του οφείλεται στην οικονομική του στενότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυθυμίαι — βαρυθῡμίαι , βαρυθυμία sullenness fem nom/voc pl βαρυθῡμίᾱͅ , βαρυθυμία sullenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυθυμίας — βαρυθῡμίᾱς , βαρυθυμία sullenness fem acc pl βαρυθῡμίᾱς , βαρυθυμία sullenness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία …   Dictionary of Greek

  • αμεράκλωτος — η, ο [μερακλώνω] 1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι 2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση …   Dictionary of Greek

  • κακοθυμία — η (Α κακοθυμία) [κακόθυμος] κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή νεοελλ. ανώμαλη κατάσταση τού θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • μαχμουρλίκι — το 1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία 2. (κατ επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk] …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”